πελάγρα

πελάγρα
και πελλάγρα, η
ιατρ. ασθένεια που προκαλείται από αβιταμίνωση και έχει ως συμπτώματα ερυθηματώδες εξάνθημα τού δέρματος και νευρικές διαταραχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pellagra < pelle «δέρμα» (< λατ. pellis) + -agra, κατά το podagra (βλ. λ. ποδάγρα). Ο τ. πελλάγρα μαρτυρείται από το 1866 στον Χ. Τυπ. Πρετεντέρη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πελαγροειδής — και πελλαγροειδής, ές αυτός που μοιάζει με πελάγρα, που έχει τα εξωτερικά γνωρίσματα τής πελάγρας …   Dictionary of Greek

  • πελλάγρα — Νόσος ενδημικού χαρακτήρα, που στο παρελθόν ήταν πολύ διαδεδομένη στον αγροτικό πληθυσμό, ιδίως σε περιοχές όπου οι κάτοικοι τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τροφές ανεπαρκείς σε βιταμίνη ΡΡ. Υπεύθυνοι για τη νόσο είναι και παράγοντες που… …   Dictionary of Greek

  • πελλαγροειδής — ές βλ. πελαγροειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pellagroid (< πελάγρα* + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • παντοθενικό οξύ — Βιταμίνη του συμπλέγματος Β. Είναι πολύ διαδεδομένο, σε μικρές ποσότητες, στο ζωικό και στο φυτικό κόσμο, αλλά αφθονεί επίσης στη μαγιά της μπίρας και στο ήπαρ. Η απουσία του από τον ανθρώπινο οργανισμό, όπως και των άλλων βιταμινών Β,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”